2010/05/07

Προσθήκη στοιχείων – Εμπλουτισμός κειμένου στο 3. Εργασία Γραφείου, με βάση το ελληνικό λεξικό και με βάση το έγγραφο OFFICE WORK.

2010/05/06

Προσθήκη στοιχείων – Εμπλουτισμός κειμένου στο 3. Εργασία Γραφείου, με βάση το ελληνικό λεξικό και με βάση το έγγραφο OFFICE WORK.


3.Εργασία Γραφείου



Η έννοια της «Εργασίας Γραφείου» δεν είναι απόλυτα διαυγής. Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τα προσωπικά του βιώματα αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή με διαφορετικό τρόπο. Προκειμένου, λοιπόν, να γίνει πιο ακριβής η έννοια και να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες, θεωρήθηκε πρέπον να διεξαχθεί εκ βάθους αναζήτηση από τη βάση (τη ρίζα) των λέξεων, ώστε να γίνει απολύτως αντιληπτό σε ποιά κατάσταση αναφερόμαστε.

Στο πρώτο στάδιο, γίνεται προσπάθεια της ερμηνείας της πρώτης λέξης «εργασία» και για αυτό θεωρήθηκε χρήσιμο η αναζήτηση να αρχίσει από το ελληνικό λεξικό, όπου η λέξη εργασία παρουσιάζεται ως εξής :

Εργασία η [erγasía] Ο25 : κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος· (πρβ. δουλειά): Χειρωνακτική / πνευματική ~. Δημιουργική ~. Mε την ~ ο άνθρωπος διαφοροποιήθηκε από τα ζώα και δημιούργησε πολιτισμό. 1. το έργο που ασκεί ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας: Ημερήσια / νυχτερινή / εποχιακή ~. Καταμερισμός της εργασίας. Δικαίωμα / άδεια εργασίας. Ανειδίκευτη / εξειδικευμένη ~. Τυποποίηση / παραγωγικότητα της εργασίας. Μονάδα εργασίας. Χώρος / συνθήκες / ωράριο εργασίας. Ώρες εργασίας των καταστημάτων. Ανθυγιεινή ~. Κανονική / δευτερεύουσα ~. Επιθεώρηση εργασίας. Συλλογική σύμβαση εργασίας. Σχολείο εργασίας, το οποίο συνδυάζει θεωρητική διδασκαλία με χειρωνακτική εργασία. (έκφρ.) φόρτος* εργασίας. || (στρατ.): Στολή / φόρμα εργασίας, η στολή παραλλαγής στο στρατό ξηράς ή οι αντίστοιχες στολές στην αεροπορία ή στο ναυτικό. 2. η προσφορά υπηρεσιών με αμοιβή, μισθωτή εργασία: ~ και κεφάλαιο. Προσφορά / ζήτηση / αγορά / σύμβαση εργασίας. Αμοιβή / υπεραξία της εργασίας. Στάση / επίσχεση εργασίας. Υπουργείο / Διεθνές Γραφείο Εργασίας. H ~ διακόπτεται κατά τις Κυριακές και τις άλλες αργίες. || το έργο που αναλαμβάνει να εκτελέσει, να φέρει σε πέρας κάποιος: Ανάθεση εργασίας. α. το σύνολο των εργαζομένων, ιδίως των μισθωτών: H απεργία είναι σύγκρουση εργασίας και κεφαλαίου. Ο κόσμος της εργασίας. Kόμμα Εργασίας. β. θέση σε οικονομική ή άλλη μονάδα στην οποία απασχολείται ένας εργαζόμενος: Εύρεση εργασίας. Άνεργοι που ζητούν ~. 3. (πληθ.) το σύνολο των δραστηριοτήτων: α. που αφορούν ορισμένο αντικείμενο: Οικιακές / αγροτικές / οικοδομικές εργασίες. Οι εργασίες για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε ο σεισμός. Οι εργασίες ενός συνεδρίου / μιας επιτροπής / της βουλής. Έναρξη / διακοπή / συνέχιση / λήξη των εργασιών. β. μιας μονάδας εργασίας, ιδίως οικονομικής: Μείωση / επέκταση των εργασιών. Κύκλος εργασιών, τα ακαθάριστα έσοδά της επί ορισμένο χρονικό διάστημα. 4. έρευνα, μελέτη ορισμένου αντικειμένου καθώς και το σχετικό αποτέλεσμα, συνήθ. γραπτό: Επιστημονική ~. Διπλωματική / πτυχιακή ~. Πρωτότυπη ~. Δημοσίευση μιας εργασίας.

Από την ανωτέρω επεξήγηση της λέξης «εργασία» γίνεται μια σύνοψη των πληροφοριών και των επεξηγήσεων δεσμεύοντας μόνο τις προτάσεις ενδιαφέροντος:

Εργασία : κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος, το έργο που ασκεί ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας, το έργο που αναλαμβάνει να εκτελέσει, να φέρει σε πέρας κάποιος.

Στο δεύτερο στάδιο, βάση του ιδίου σκεπτικού, χρησιμοποιείται επίσης το ελληνικό λεξικό για την ερμηνεία της δεύτερης λέξης «γραφείο», όπου αποδίδεται ως εξής:

Γραφείο το [γrafío] Ο39 : I1. ειδικό τραπέζι επάνω στο οποίο γίνεται γραφική εργασία: Δρύινο ~. Mεταλλικό ~. Tαχτοποίησε τα χαρτιά του μέσα στα συρτάρια του γραφείου. 2. το δωμάτιο που προορίζεται για διάβασμα και για πνευματική εργασία: Mετά το γεύμα αποσύρεται στο ~ του. || Tο ~ του υπουργού. II1α. επαγγελματική στέγη, όπου γίνεται πνευματική εργασία: Δικηγορικό ~. Aρχιτεκτονικό ~. Λογιστικό ~. β. υπηρεσία δημόσια ή ιδιωτική για τη διεκπεραίωση διάφορων υποθέσεων: Tα γραφεία της εταιρείας / της εφημερίδας. Mεσιτικό / τουριστικό / στρατολογικό / ναυτιλιακό ~. ~ τελετών / κηδειών / συνοικεσίων. ~ ευρέσεως εργασίας. Ώρες γραφείου. || Tο πολιτικό ~ του πρωθυπουργού, το επιτελείο, τα γραφεία του κόμματος. Εκτελεστικό Γραφείο / Πολιτικό Γραφείο, ανώτατη οργανωτική βαθμίδα σε κομματική οργάνωση, ανώτατο καθοδηγητικό όργανο. || (στρατ.) Πρώτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται κυρίως με θέματα του προσωπικού. Δεύτερο ~, γραφείο πληροφοριών του Στρατού. Τρίτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται με θέματα ασφάλειας. Τέταρτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται με θέματα προμηθειών, υλικών κτλ. 2. (οικ.) τα πρόσωπα που εργάζονται σε ένα γραφείο: Όλο το ~ ήρθε στο γάμο μας.

Ομοίως με τη λέξη «εργασία» και σε αυτή την περίπτωση συλλέγονται οι επεξηγήσει ενδιαφέροντος, οπότε :

Γραφείο: ειδικό τραπέζι επάνω στο οποίο γίνεται γραφική εργασία, το δωμάτιο που προορίζεται για διάβασμα και για πνευματική εργασία, επαγγελματική στέγη, όπου γίνεται πνευματική εργασία, υπηρεσία δημόσια ή ιδιωτική για τη διεκπεραίωση διάφορων υποθέσεων.

Στο τρίτο στάδιο γίνεται η σύνθεση των δύο αυτών λέξεων και αντιμετωπίζονται εκ νέου ως μια ξεχωριστή έννοια, ώστε να γίνει περεταίρω αντιληπτό το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η έννοια που αντιλαμβάνεται ο κάθε άνθρωπος για την εργασία γραφείου διαφέρει ανάλογα με τα εκάστοτε προσωπικά βιώματα. Με βάση αυτό γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα «Τι θεωρείται εργασία γραφείου;» και να ορισθεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με το έργο του Raymond R. Panko με τίτλο «OFFICE WORK»


Διενεργώντας μια μικρή ιστορική αναδρομή βάση του αμερικανικού προτύπου γίνεται λόγος για την υπαλληλική έκρηξη. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής, το 1900 ελάχιστοι άνθρωποι κατείχαν υπαλληλικές θέσεις εργασίας, όμως τον τελευταίο αιώνα οι εργασία γραφείου παρουσιάσει μια ακραία αύξουσα πορεία, καταλαμβάνοντας περίπου το 40 % του εργατικού δυναμικού (βλέπε TABLE 1). Το αμερικανικό γραφείο των στατιστικών εργασίας είχε προβλέψει πως η υπαλληλική εργασία θα αυξανόταν κατά 23% μεταξύ των ετών 1973-1990. Δηλαδή, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο 20%. Ενώ, στις μέρες μας το 50% του αμερικανικού εργατικού δυναμικού, κατέχει υπαλληλικές θέσεις[1], αριθμητικά στοιχεία όμοια γενικά για όλα τα έθνη. Πλέον, η υπαλληλική έκρηξη έχει κοπάσει. Βέβαια, λόγω αυτής της ανοδικής πορείας υπάρχει ανησυχία για την παραγωγικότητα και το σχεδιασμό για καλύτερη εργασία. Οι μελετητές και αναλυτές, παρόλη την ιδιότητα τους, έχουν περιορισμένη έως ανεπαρκή γνώση για το περιβάλλον εργασίας γραφείου και έτσι θεωρείται ένας «γνωστός άγνωστος» τομέας και αυτό μπορεί να εξηγηθεί με πολύ απλά λόγια. Το πραγματικό περιβάλλον ενός γραφείου παρουσιάζει μια πλούσια ποικιλία και αυτό οφείλεται στην διαφορετικότητα της εκάστοτε περίπτωσης. Δηλαδή, κάθε γραφείο είναι διαφορετικό, μέσα σε αυτό εργάζονται διαφορετικά άτομα, σε διαφορετικές θέσεις και ο αριθμός αυτών αλλάζει ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε γραφείου και όλο αυτό στο σύνολό του σημαίνει πως ουσιαστικά δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική γνώση για το τι μπορεί να συμβαίνει στο περιβάλλον ενός γραφείου. Ο συγγραφέας Raymond R. Panko βασίζεται στα λόγια του Doswell[2] και αναφέρει:

«Θα ήταν καλό προτού να πάμε πολύ μακριά να έχουμε μια σαφή ιδέα για το τι είναι ένα γραφείο. Δυστυχώς, όλοι μας, κάθε ένας και χωριστά/ατομικά, γνωρίζουμε τι είναι ένα γραφείο. Όμως εν γένει/γενικά, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η γνώση μας είναι ανεπιτυχής, η γνώση μας είναι μάλλον όπως όταν η ανθρωπότητα είχε γνώση της βαρύτητας πριν από τα μέσα του 1600, φτωχή, απροσδόκητη, μέσω του είδους γνώσης από την οποία προέρχεται δεν είναι πραγματική η κατανόηση του περιβάλλοντα χώρου.»

Και συνεχίζει ο Doswell βασισμένος στην έρευνα των Hammer Zisman[2]:

«Για να μπορέσουμε να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε μια άποψη για τον αυτοματισμό του γραφείου, είναι απαραίτητο να έχει μια προοπτική για τη φύση του γραφείου … Οι ορισμοί αφθονούν… Εντούτοις βρίσκουμε αυτούς τους ορισμούς πλήρως ανεπαρκείς. Πρώτον, προτείνεται ένα όραμα ενός γραφείου ως ελεύθερης διακύμανσης δωμάτιο, το οποίο περιέχει ένα «διαχειριστή» και ένα «γραμματέας», των οποίων οι περιγραφές της εργασίας αφορούν την παραγωγή εγγράφων, συνομιλούν στο τηλέφωνο, και συμμετέχουν σε συνεδριάσεις. Δεύτερον, αναφέρονται «στο γραφείο» σαν όλα τα γραφεία να ήταν τα ίδια, περιπτώσεις ενός κανονικού αρχέτυπου.»

Όπως επίσης και για την επιστήμη του μάρκετινγκ ο πελάτης θεωρείται ως «γνωστός άγνωστος» και αυτό γιατί η συνεργασία με τους πελάτες και η μελέτη αυτών διεξάγεται σε καθημερινή βάση και ακόμα και οι αρμόδιοι για αυτά τα θέματα είναι και οι ίδιοι πελάτες. Παρόλα αυτά οι υπεύθυνοι σχεδιασμού για τον αυτοματισμό του περιβάλλοντος του γραφείου έχουν ανεπαρκείς γνώσεις για τους πελάτες.



[1] Michael Hammer and Michael Zisman, Design and implementation of office information systems, Proceedings of the NYU Symposium on Automated Office Systems, May 1979.

[2] Andrew Doswell, Office Automation, Chichester: John Wiley & Sons, Ltd., 1983.





…. συνεχίζεται…


2010/05/05

μελέτη του εγγράφου OFFICE WORK, by Raymond R. Panko, College of Business Admlnsitration, University of Hawaii. 2404 Maile Way, Honolulu, HI 96822 (U.S.A.)

2010/05/03

Θέμα: Η μεταφορά της εργασίας εκτός των πλαισίων του τυπικού εργασιακού περιβάλλοντος γραφείου: Μελέτη και Σχεδίαση για την εργασία στον δημόσιο χώρο.

1.Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι που εργάζονται πολλές ώρες σε περιβάλλοντα που ισχύουν τα τυπικά πλαίσια ενός εργασιακού περιβάλλοντος γραφείου, έχουν/νιώθουν την ανάγκη να αποδεσμευτούν από αυτές τις συνθήκες και επιλέγουν να «μεταφέρουν» και να συνεχίσουν την ίδια ακριβώς εργασία γραφείου σε κάποιο άλλο περιβάλλον. Ακριβέστερα, οι άνθρωποι επιλέγουν να περάσουν μερικές έως αρκετές ώρες μακριά από το σύνηθες, τυπικό, ενδεχομένως αυστηρό περιβάλλον εργασίας και μεταφέρονται σε ένα εξωτερικό, δημόσιο περιβάλλον.

Ερευνώνται οι αντίθετες έννοιες εξωτερικό/εσωτερικό, δημόσιο/ιδιωτικό περιβάλλον, ώστε να προσδιοριστεί επακριβώς ο χώρος για τον οποίο γίνεται αναφορά. Εν, συνεχεία, διενεργείται καταγραφή των κατηγοριών/ομάδων των ανθρώπων που είθισται να καταφεύγουν σε αυτή την επιλογή, των αιτιών που προκαλούν αυτή την ανάγκη και για ποιο λόγο επιλέγεται αυτή η εναλλακτική λύση. Σύμφωνα με την ανωτέρω έρευνα, οι βασικότεροι στόχοι είναι να εντοπιστούν οι λόγοι που ωθούν τους ανθρώπους στην αλλαγή του περιβάλλοντος εργασίας και να προταθούν τυχόν λύσεις, ώστε η εργασία να διεκπεραιώνεται όσο το δυνατό με μεγαλύτερη ευκολία, χωρίς χρονοτριβές από άποψη έλλειψης των μέσων εργασίας ή εξυπηρέτησης.

Επίσης, καταγράφονται τα υλικά μέσα, που συνήθως τα οποία χρησιμοποιούν οι κατηγορίες των ανθρώπων, καθώς και τα μέσα ή παροχές υπηρεσιών, τα οποία χρειάζονται, ώστε να έρθει εις πέρας η εργασία τους χωρίς να υπάρχει η ανάγκη της επιστροφής στο εσωτερικό εργασιακό περιβάλλον.


2.Διαχωρισμός Περιβάλλοντος / Διάκριση των Χωρικών Περιβάλλοντων

Αρχικά, για να διεξαχθεί ο εννοιολογικός διαχωρισμός  στον όρο του περιβάλλοντος θα πρέπει πρώτιστα να μελετηθεί ο ίδιος ο όρος. Το περιβάλλον, στο οποίο ο άνθρωπος βιώνει την καθημερινότητά του πηγάζει από την ευρύτερη έννοια του τοπίου και οι διαχωρισμοί προκύπτουν από αυτό. Ουσιαστικά, το τοπίο είναι μια πολυσύνθετη, ευρεία έννοια και εξαρτάται πολλές φορές από την οπτική γωνία που εξετάζεται και συνδέεται ετυμολογικά με την έννοια του τόπου.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της τοπολογίας «τοπίο» είναι εκείνο που διαχέει χωρικά τις μεταβολές που συμβαίνουν στην επιφάνειά του.

Συνήθως, παραπέμπει στο σύνολο των χαρακτηριστικών την επιφάνειας της γης, καθώς και στα σημαντικά γνωρίσματα που την απαρτίζουν. Επίσης, εξαρτάται και από τις ανθρώπινες αξίες που έχουν προσδοθεί σε κάθε φυσικό ή διαμορφωμένο περιβάλλον που βιώνει ο άνθρωπος.

Στις προσεγγίσεις των επιστημονικών αυτών περιοχών συναντώνται ορισμένες βασικές έννοιες που μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους. Οι έννοιες όπως ενότητες, συνδέσεις, δίκτυα τοπίου συμβάλλουν στην ανάγνωση και στη μελέτη των τοπίων μέσα στο μωσαϊκό του αστικού και περιαστικού χώρου. Η ενότητα του τοπίου (landscape unit) ως έννοια συνδέεται άμεσα με την έννοια της περιβαλλοντικής ενότητας (environmental unit).

[1]

2.1. Εσωτερικό και Εξωτερικό Περιβάλλον

-τι σημαίνει εσωτερικό περιβάλλον?

εσωτερικός -ή -ό [esoterikós] Ε1 : ANT εξωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα μέσα: H εσωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εσωτερική τσέπη. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το εσωτερικό τμήμα: Tο εσωτερικό ενός κτιρίου / μιας χώρας. Aπό τις ακτές προς το εσωτερικό. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει μέσα σε έναν κλειστό χώρο: Εσωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Φυτά εσωτερικού χώρου. Εσωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εσωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που γίνονται στο στούντιο. Εσωτερικό τηλέφωνο, που συνδέει τους χώρους ενός κτιρίου, εργοστασίου, στρατοπέδου κτλ. γ. που γίνεται ή υπάρχει μέσα σε κτ. ή προέρχεται από αυτό: Εσωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά. Εσωτερικές δυσκολίες. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του μέσα στο υποκείμενο, που αναφέρεται στην πνευματική ή στην ηθική του υπόσταση: H εσωτερική φύση του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί. ~ διάλογος, που κάνει ο άνθρωπος με τη συνείδησή του. Ο ~ κόσμος κάποιου, η πνευματική και ηθική του φύση. || (φιλολ.) ~ μονόλογος, που εκφράζει επακριβώς τη σκέψη του συγγραφέα. δ. (γραμμ.) Εσωτερική αύξηση, η ρηματική αύξηση ορισμένων σύνθετων ή παράγωγων (με προθέσεις) ρημάτων που εμφανίζεται στο εσωτερικό της λέξης. Εσωτερικό αντικείμενο, σύστοιχο. || (μαθημ.) Εσωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται μέσα σ΄ αυτό από δύο συνεχόμενες πλευρές του. || (μηχαν.) Mηχανή εσωτερικής καύσεως. || (ανατ., ιατρ.) Εσωτερικές εκκρίσεις / λειτουργίες του οργανισμού. Εσωτερική αιμορραγία. Εσωτερική χρήση ενός φαρμάκου, από το στόμα, με πόση. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον εαυτό του: Εσωτερικές σχέσεις / δουλειές. Εσωτερικές διαμάχες / υποθέσεις. H εσωτερική δομή ενός κόμματος / της οικογένειας. Kανονισμός εσωτερικής λειτουργίας. Δελτίο εσωτερικής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις: Tα εσωτερικά της οικογένειας / της επιχείρησης. Δεν ασχολούμαστε με τα εσωτερι κά των άλλων κομμάτων. β. (ειδ. για κράτος) που αφορά το ίδιο το κράτος σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα: Εσωτερική πολιτική. ~ κίνδυνος / τουρισμός / δανεισμός / εχθρός. Εσωτερική μετανάστευση, μέσα στην ίδια χώρα. Εσωτερική αγορά. Εσωτερικό εμπόριο. Εσωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το σύνολο της επικράτειας: Δέμα / επιστολή για το εσωτερικό. Γραμματόσημο εσωτερικού. Tο προϊόν προορίζεται τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους: Ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Yπουργός / Yπουργείο Εσωτερικών. γ. που ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εσωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που μένει στο οικοτροφείο του σχολείου. εσωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος εξωτερικά ήρεμος, ~ όμως όχι.


-τι σημαίνει εξωτερικό περιβάλλον?

εξωτερικός -ή -ό [eksoterikós] Ε1 : ANT εσωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα έξω, έτσι ώστε να εφάπτεται με το χώρο πέρα από το αντικείμενο: H εξωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εξωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εξωτερική τσέπη. Εξωτερική μορφή. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το εξωτερικό τμήμα: Tο εξωτερικό ενός κτιρίου / δοχείου. Tο εξωτερικό ενός τροχού, το ελαστικό επίσωτρο. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει έξω από έναν κλειστό χώρο: H εξωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Εξωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εξωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που δε γίνονται στο στούντιο. γ. που γίνεται ή υπάρχει έξω από κτ. ή δεν προέρχεται από αυτό: Εξωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά / εμπόδια. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του έξω από το υποκείμενο: Ο ~ κόσμος / ερεθισμός. H εξωτερική πραγματικότητα. Οι εξωτερικές εκδηλώσεις της συνείδησης, λόγια ή πράξεις. δ. (γραμμ.): Εξωτερικό αντικείμενο, που δεν είναι σύστοιχο. || (μαθημ.): Εξωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται έξω από αυτό από μια πλευρά του και από την προέκταση της διπλανής της. || (ανατ., ιατρ.): Εξωτερικές εκκρίσεις. Εξωτερική χρήση ενός φαρμάκου. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτό: Εξωτερικές σχέσεις / δουλειές / υποθέσεις. || Tα εξωτερικά ιατρεία* του νοσοκομείου. β. (ειδικά για κράτος) που αφορά τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα κράτη: Εξωτερική πολιτική. Ο ~ τουρισμός / δανεισμός / κίνδυνος. Εξωτερικό εμπόριο / χρέος. Ισοζύγιο* εξωτερικών πληρωμών. Tο εξωτερικό συνάλλαγμα. Εξωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το σύνολο των άλλων κρατών: Δέμα / επιστολή για το εξωτερικό. Έφυγε / δραπέτευσε / σπουδάζει / εργάζεται στο εξωτερικό. Προϊόν που εξάγεται στο / εισάγεται από το εξωτερικό. Γραμματόσημο εξωτερικού. || (ως ουσ.) τα εξωτερικά, οι εξωτερικές υποθέσεις ή σχέσεις του κράτους: Υπουργός / υπουργείο Εξωτερικών. γ. που δεν ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Ζητείται υπηρέτρια ως εξωτερική για αντρόγυνο. Μαθητής ~ σε σχολείο, που δε μένει στο οικοτροφείο του σχολείου. εξωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος ~ ήρεμος.

-ποια είναι τα όρια του διαχωρισμού?


2.2.Ιδωτικό και Δημόσιο Περιβάλλον

-τι ορίζουμε ως ιδιωτικό περιβάλλον?

ιδιωτικός -ή -ό [iδiotikós] Ε1 : 1α. που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο ή στο κράτος, παρά σε ιδιώτη. ANT δημόσιος, κρατικός, δημοτικός, κοινοτικός: Iδιωτική περιουσία / επιχείρηση / κλινική. ιδιωτικό σχολείο. Iδιωτικό κεφάλαιο. Ο ~ τομέας της οικονομίας, το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των ιδιωτών. ANT δημόσιος. Iδιωτική πρωτοβουλία. β. που ανήκει σε ιδιώτη και δεν προορίζεται για εξυπηρέτηση του κοινού: ~ κήπος / δρόμος / γκαράζ. Iδιωτικά μέσα μεταφοράς. Iδιωτικό αυτοκίνητο / αεροπλάνο. Aυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης (IX). || για εργαζόμενο σε ιδιωτική επιχείρηση: ~ υπάλληλος / εκπαιδευτικός. ~ αστυνομικός, ντέτεκτιβ. γ. (νομ.) Iδιωτικό δίκαιο, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων: Διεθνές Iδιωτικό Δίκαιο. Nομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (NΠIΔ). Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. 2. που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος όχι με την επίσημη ιδιότητά του αλλά ως ιδιώτης: Iδιωτικό συμφωνητικό, που δε γίνεται ενώπιον επίσημης ή δημόσιας αρχής. 3. για ό,τι αναφέρεται αποκλειστικά σε ορισμένο πρόσωπο και δεν ενδιαφέρει τους άλλους· προσωπικός: Δε σας επιτρέπω να επεμβαίνετε στην ιδιωτική μου ζωή. Πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση που δε σας αφορά. || Ο δημόσιος και ο ~ βίος των αρχαίων Ελλήνων. ιδιωτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

-τι ορίζουμε ως δημόσιο περιβάλλον?

-ποια είναι τα όρια του διαχωρισμού?


2.3.Το Περιβάλλον την Ερμούπολης της Σύρου

-έρευνα και  αναζήτηση εξωτερικών, δημόσιων χωρικών σημείων στην Ερμούπολη της Σύρου που παρατηρείται ότι  οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν ως εναλλακτικό τρόπο εργασίας.

– χάρτης της Ερμούπολης με bullets.

-τι διαφορετικό παρουσιάζουν αυτοί οι χώροι ? … σε σχέση με ένα περιβάλλον γραφείου ?

2.4.Περιβάλλον που επικεντρωνόμαστε

-ενδεχομένως, επιλογή ενός συγκεκριμένου σημείου πάνω στο χάρτη που επικεντρωνόμαστε.


3.Εργασία Γραφείου

Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια της ερμηνείας της λέξης «εργασία». Σύμφωνα, λοιπόν, με το ελληνικό λεξικό η λέξη εργασία παρουσιάζεται ως εξής :

εργασία η [erγasía] Ο25 : κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος· (πρβ. δουλειά): Xειρωνακτική / πνευματική ~. Δημιουργική ~. Mε την ~ ο άνθρωπος διαφοροποιήθηκε από τα ζώα και δημιούργησε πολιτισμό. 1. το έργο που ασκεί ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας: Hμερήσια / νυχτερινή / εποχιακή ~. Kαταμερισμός της εργασίας. Δικαίωμα / άδεια εργασίας. Aνειδίκευτη / εξειδικευμένη ~. Tυποποίηση / παραγωγικότητα της εργασίας. Mονάδα εργασίας. Xώρος / συνθήκες / ωράριο εργασίας. Ώρες εργασίας των καταστημάτων. Aνθυγιεινή ~. Kανονική / δευτερεύουσα ~. Επιθεώρηση εργασίας. Συλλογική σύμβαση εργασίας. Σχολείο εργασίας, το οποίο συνδυάζει θεωρητική διδασκαλία με χειρωνακτική εργασία. (έκφρ.) φόρτος* εργασίας. || (στρατ.): Στολή / φόρμα εργασίας, η στολή παραλλαγής στο στρατό ξηράς ή οι αντίστοιχες στολές στην αεροπορία ή στο ναυτικό. 2. η προσφορά υπηρεσιών με αμοιβή, μισθωτή εργασία: ~ και κεφάλαιο. Προσφορά / ζήτηση / αγορά / σύμβαση εργασίας. Aμοιβή / υπεραξία της εργασίας. Στάση / επίσχεση εργασίας. Yπουργείο / Διεθνές Γραφείο Εργασίας. H ~ διακόπτεται κατά τις Kυριακές και τις άλλες αργίες. || το έργο που αναλαμβάνει να εκτελέσει, να φέρει σε πέρας κάποιος: Aνάθεση εργασίας. α. το σύνολο των εργαζομένων, ιδίως των μισθωτών: H απεργία είναι σύγκρουση εργασίας και κεφαλαίου. Ο κόσμος της εργασίας. Kόμμα Εργασίας. β. θέση σε οικονομική ή άλλη μονάδα στην οποία απασχολείται ένας εργαζόμενος: Εύρεση εργασίας. Άνεργοι που ζητούν ~. 3. (πληθ.) το σύνολο των δραστηριοτήτων: α. που αφορούν ορισμένο αντικείμενο: Οικιακές / αγροτικές / οικοδομικές εργασίες. Οι εργασίες για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε ο σεισμός. Οι εργασίες ενός συνεδρίου / μιας επιτροπής / της βουλής. Έναρξη / διακοπή / συνέχιση / λήξη των εργασιών. β. μιας μονάδας εργασίας, ιδίως οικονομικής: Mείωση / επέκταση των εργασιών. Kύκλος εργασιών, τα ακαθάριστα έσοδά της επί ορισμένο χρονικό διάστημα. 4. έρευνα, μελέτη ορισμένου αντικειμένου καθώς και το σχετικό αποτέλεσμα, συνήθ. γραπτό: Επιστημονική ~. Διπλωματική / πτυχιακή ~. Πρωτότυπη ~. Δημοσίευση μιας εργασίας.

– τι θεωρείται εργασία γραφείου?

– πως ορίζουμε εμείς την έννοια της εργασίας γραφείου?

– τι σημαίνει μεταφορά της εργασίας γραφείου ?

3.1.Οι αιτίες που προκαλούν την ανάγκη για μεταφορά της εργασίας γραφείου στο εξωτερικό, δημόσιο περιβάλλον

– ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ??

– από πού πηγάζει το πρόβλημα ? από τον ίδιο τον άνθρωπο ή από το περιβάλλον στο οποίο εργάζεται?

-ΓΙΑΤΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ??

– & γιατί το εξωτερικό περιβάλλον μπορεί να αποτελεί την πρώτιστη επιλογή?

– τι είναι αυτό που παραχεται στον ανθρωπο από το εξωτερικό περιβάλλον??

-η παροχή αυτή αγκίζει μόνο τα ψυχολογικά-συναισθηματικα πλαίσια και την έμπνευση κατά τη διάρκεια της δημιουργία της εργασίας?? ή υπάρχουν και άλλες παροχες (π.χ. υπηρεσίες (Wi-Fi)) που εξυπηρετούν??

3.2. ΣΕΝΑΡΙΟ

4.Κατηγορίες ανθρώπων που επιλέγουν της μεταφορά της εργασίας γραφείου στο εξωτερικό, δημόσιο περιβάλλον

5.Υλικά Μέσα και Παροχές Χρήσης

6.Τι χρειάζεται ένα Εξωτερικό, Δημόσιο Περιβάλλον ώστε να καλύπτει τις ανάγκες των χρηστών.

7.Προτάσεις ενός Εναλλακτικού Περιβάλλοντος Εργασίας



[1] Κοσμάκη Πολυξένη, ΥΠΑΙΘΡΙΟΙ ΧΩΡΟΙ: Η εμπειρία από τα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μαθήματα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Συνέδριο Αρχιτεκτονική Τοπίου: Εκπαίδευση, Έρευνα, Εφαρμοσμένο Έργο, Πρακτικά: Τόμος ΙΙ, σελ. 101




2010/03/12

Meeting:

  1. Στόχος:  μεταφορα της εργασιας γραφείου σε δημοσιους χώρους ή κοινόχρηστους χώρους συγκεντρωσης.
  2. βήμα 1 : τι οριζουμε ως δημοσιο χώρο, ποιά τα χαρακτηριστικά του
  3. βήμα 2: προσδιορισμός προβληματικού χώρου για τη σχεδίαση υπηρεσίας
    1. πιθανα προφιλ : φοιτητές, … , …
    2. προυποθέσεις – προδιαγραφες ενος χώρους (έρευνα αγορας – προσδιορισμός του μέσου όρου)
  4. ερευνα σχετικά με το interaction design
    1. πλαισιο έρευνας (methods: interviews, storyboards, personas…)

Bibliography

  • Goodwin, Kim. Designing for the Digital Age: How to Create Human-centered Products and Services. annotated edition. John Wiley & Sons, 2009. Print.
  • Saffer, Dan. Designing for Interaction: Creating Smart Applications and Clever Devices. 1st ed. Peachpit Press, 2006. Print.
  • Sharp, Helen, Yvonne Rogers, and Jenny Preece. Interaction Design: Beyond Human-Computer Interaction. 2nd ed. Wiley, 2007. Web.
  • Clemmensen, Torkil, and IFIP Working Group 13.6 on Human-Work Interaction Design. Human work interaction design : designing for human work : the first IFIP TC 13.6 WG conference : designing for human work, February 13-15, 2006, Madeira, Portugal. New York: Springer Science Business Media, 2006. Web.  
  • Garrett, Jesse James. The Elements of User Experience: User-Centered Design for the Web. New Riders Press, 2002. Print.