Ιδεολογία σε μια μεταϊδεολογική εποχή;

Ο κυνισμός ως μια μορφή ιδεολογίας

Τον πλέον στοιχειώδη ορισμό της ιδεολογίας ενδεχομένως να τον προσφέρει η αρκετά γνωστή φράση από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ: “Sie wissen das nicht, aber sie tune s” – «Δεν το ξέρουν αυτό, μα το κάνουν». Η ίδια η έννοια της ιδεολογίας ενέχει ένα είδος βασικής, καταστατικής naϊvete (αφέλειας): την παραγνώριση των ίδιων της των προϋποθέσεων, των ίδιων των πραγματικών όρων της, μιαν απόσταση, μιαν απόκλιση ανάμεσα στην αποκαλούμενη κοινωνική πραγματικότητα και στη στρεβλή παράσταση που έχουμε γι’ αυτήν, στην ψευδή συνείδησή μας. Γι’ αυτό μια τέτοια «αφελής συνείδηση» μπορεί να υποβληθεί στο ιδεολογικοκριτικό διάβημα, το οποίο αποσκοπεί να οδηγήσει την αφελή συνείδηση σε ένα σημείο όπου θα μπορέσει να αναγνωρίσει τους δικούς της πραγματικούς όρους, την κοινωνική πραγματικότητα την οποία διαστρεβλώνει, και, μέσω αυτής ακριβώς της πράξης, να αυτοδιαλυθεί. Στις πλέον εκλεπτυσμένες εκδοχές των κριτικών της ιδεολογίας -σ’ αυτήν που ανέπτυξε η Σχολή της Φρανκφούρτης, παραδείγματος χάριν- το ζητούμενο δεν είναι απλώς να ιδωθούν τα πράγματα (η κοινωνική πραγματικότητα δηλαδή) όπως “πραγματικά είναι”, να πετάξουμε τα διαστρεβλωτικά ματογυάλια της ιδεολογίας το βασικό είναι να δούμε πώς η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως τον αποκαλούμενο ιδεολογικό φενακισμό. Η μάσκα δεν κρύβει απλώς την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων η ιδεολογική διαστρέβλωση είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την ουσία της.
Ανακαλύπτουμε τότε το παράδοξο ενός όντος το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί μόνο εφόσον παραγνωρίζεται και παραβλέπεται: τη στιγμή που το βλέπουμε “όπως πραγματικά είναι”, το ον αυτό διαλύεται στο μηδέν ή, ακριβέστερα, μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα άλλου είδους. Για τον λόγο αυτόν, οφείλουμε να αποφεύγουμε τις απλές μεταφορές του ξεμασκαρέματος ή του παραμερισμού των πέπλων που υποτίθεται ότι κρύβουν τη γυμνή πραγματικότητα. Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Λακάν, στο σεμινάριο του L’Ethique de la psycha-nalyse [Η Ηθική της ψυχανάλυσης], αποστασιοποιείται από την απελευθερωτική χειρονομία που συνίσταται στο να πούμε τελικά ότι ((ο αυτοκράτορας είναι γυμνός». Όπως το θέτει, ο αυτοκράτορας δεν είναι γυμνός παρά μόνο κάτω από τα ρούχα του, οπότε εάν υπάρχει μια ψυχαναλυτική χειρονομία ξεμασκαρέματος βρίσκεται εγγύτερα στο γνωστό αστείο του Αλφόνς Αλλαί, το οποίο αναφέρει: κάποιος δείχνει μια γυναίκα και αναφωνεί έντρομος, ((Κοιτάξτε την, τι ντροπή, κάτω από τα ρούχα της είναι εντελώς γυμνή!» (Lacan, 1986, σ. 231).
Όμως όλα τούτα είναι ήδη αρκετά γνωστά, αφού πρόκειται για την κλασική έννοια της ιδεολογίας ως ((ψευδούς συνείδησης», ως παραγνώρισης της κοινωνικής πραγματικότητας που συνιστά μέρος της ίδιας της πραγματικότητας. Θα πρέπει ωστόσο να διερωτηθούμε αν η έννοια της ιδεολογίας ως αφελούς συνείδησης βρίσκει ακόμα εφαρμογή στον σημερινό κόσμο, αν διατηρεί τη λειτουργικότητα της. Στο βιβλίο του Kritik der zynischen Vernunft {Κριτική του κυνικού Λόγου], ένα μεγάλο μπεστ-σέλλερ στη Γερμανία (Sloterdijk, 1983), ο Πέτερ Σλότερνταϊκ αναπτύσσει τη θέση ότι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της ιδεολογίας είναι κυνικός, κάτι που καθιστά αδύνατο -ή, ακριβέστερα, μάταιο- το κλασικό ιδεολογικοκριτικό διάβημα. Το κυνικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. Συνεπώς, η φόρμουλα την οποία προτείνει ο Σλότερνταϊκ είναι: ((ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, κι όμως, το κάνουν». Ο κυνικός Λόγος δεν είναι πλέον αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης: ξέρει κανείς πολύ καλά το ψεύδος, έχει πλήρη επίγνωση του επιμέρους συμφέροντος που κρύβεται πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, και εντούτοις δεν την αποποιείται.
Θα πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά την παραπάνω κυνική θέση από αυτό που ο Πέτερ Σλότερνταϊκ αποκαλεί Κυνισμό [Kynismus]*. Ο Κυνισμός αντιπροσωπεύει τη λαϊκή, πληβειακή απόρριψη της επίσημης κουλτούρας μέσω της ειρωνείας και του σαρκασμού: η κλασική Κυνική στάση συνίσταται στο να αντιμετωπίζουμε τις δακρύβρεχτες φράσεις της κυρίαρχης επίσημης ιδεολογίας -την επίσημη, σοβαρή τονικότητα της- με την καθημερινή κοινοτοπία και να τις γελοιοποιούμε, εκθέτοντας έτσι τα εγωιστικά συμφέροντα, τη βία, τις βάρβαρες αξιώσεις για εξουσία που βρίσκονται πίσω από την υψηλή noblesse της ιδεολογίας. Η διαδικασία αυτή, ως εκ τούτου, είναι μάλλον πραγματολογική παρά επιχειρηματολογική: ανατρέπει την επίσημη πρόταση φέρνοντας την αντιμέτωπη με την κατάσταση εκφοράς της προχωρά ad hominem (παραδείγματος χάριν, όταν ένας πολιτικός κηρύττει το καθήκον της πατριωτικής θυσίας, ο Κυνισμός εκθέτει το προσωπικό κέρδος που αποκομίζει από τη θυσία των άλλων).
Ο κυνισμός αποτελεί την απάντηση της κυρίαρχης κουλτούρας σ’ αυτή την Κυνική ανατροπή: αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του το επιμέρους συμφέρον πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, την απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική μάσκα και την πραγματικότητα, εξακολουθεί όμως να βρίσκει λόγους για να κρατήσει τη μάσκα. Ο κυνισμός αυτός δεν είναι μια άμεσα ανήθικη θέση, είναι μάλλον η ηθικότητα στην υπηρεσία της ανηθικότητας -το μοντέλο της κυνικής σοφίας είναι να συλλαμβάνει την εντιμότητα, την ακεραιότητα, ως την υψηλότερη μορφή ατιμίας και την ηθική ως την υψηλότερη μορφή ακολασίας ή την αλήθεια ως την αποτελεσματικότερη μορφή ψεύδους. Πρόκειται ως εκ τούτου για ένα είδος διεστραμμένης «άρνησης της άρνησης» της επίσημης ιδεολογίας: αντιμέτωπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με τη ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ, επιπλέον, προστατεύεται από τον νόμο. Όπως το θέτει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Όπερα της πεντάρας: ((Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;»
Είναι συνεπώς προφανές ότι, αντιμέτωπη με έναν τέτοιο κυνικό Λόγο, η παραδοσιακή κριτική της ιδεολογίας έχει χάσει την αποτελεσματικότητα της. Δεν μπορούμε πλέον να υποβάλουμε το ιδεολογικό κείμενο στη «συμπτωματολογική ανάγνωση», αντιπαραθέτοντας το με τα τυφλά σημεία του, με ό, τι οφείλει να απωθήσει προκειμένου να οργανωθεί, να διατηρήσει τη συνοχή του -ο κυνικός Λόγος λαμβάνει εκ των προτέρων υπόψη του την απόσταση αυτή. Μήπως τότε δεν μας απομένει άλλη διέξοδος εκτός από το να βεβαιώσουμε ότι, με την επικράτηση του κυνικού Λόγου, βρισκόμαστε στον αποκαλούμενο μεταϊδεολογικό κόσμο; Ακόμα και ο Αντόρνο κατέληξε σε τούτο το συμπέρασμα, εκκινώντας από την προκείμενη ότι ιδεολογία, αυστηρά εννοούμενη, αποτελεί μόνον ένα σύστημα το οποίο έχει αξιώσεις αληθείας -δηλαδή το οποίο δεν είναι απλώς ψέμα αλλά ένα ψέμα που βιώνεται ως αλήθεια, ένα ψέμα που αξιώνει να το πάρουν στα σοβαρά. Η ολοκληρωτική ιδεολογία δεν έχει πλέον τέτοιες απαιτήσεις. Δεν αποβλέπει, ακόμα και για τους δημιουργούς της, στο να την πάρουμε στα σοβαρά -έχει απλώς το καθεστώς ενός μέσου χειραγώγησης, καθαρά εξωτερικού και εργαλειακού’ την κυριαρχία της δεν τη διασφαλίζει η αξία αληθείας της αλλά η απλή εξωιδεολογική βία και η υπόσχεση οφέλους.
Εδώ, ακριβώς στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί η διάκριση μεταξύ συμπτώματος και φαντασίωσης, προκειμένου να δειχθεί πόσο εσπευσμένο είναι το συμπέρασμα ότι ζούμε σε μια μεταϊδεολογική κοινωνία: ο κυνικός Λόγος, με όλη την ειρωνική αποστασιοποίηση του, αφήνει ανέγγιχτο το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογικής φαντασίωσης, το επίπεδο όπου η ιδεολογία δομεί την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.

Tο υψηλό αντικέιμενο της ιδεολογίας – S. Zizek (εκδόσεις SCRIPTA)